Μια σύγχρονη και γοητευτική Rossetta Stone
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποιες κινηματογραφικές σκηνές χωρίς τη μουσική επένδυση που τις συνοδεύει, όπως για παράδειγμα τη σκηνή με τα ελικόπτερα στο Αποκάλυψη τώρα «γυμνή», δίχως την επέλαση των Βαλκυριών του Βάγκνερ ή αντίστοιχα την εναρκτήρια σεκάνς της Οδύσσειας του Διαστήματος χωρίς το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Στράους. Χωρίς φυσικά να μειωθεί η ένταση της οπτικής εμπειρίας που λαμβάνουμε εκείνη τη στιγμή, θα καλούμασταν ίσως να επιδιώξουμε μεγαλύτερη προσπάθεια διέγερσης κάποιων συναισθημάτων ανατρέχοντας σε δικά μας μνημονικά ή φιλοσοφικά στοιχεία, με σκοπό να αντιληφθούμε ή ακόμη και να κατανοήσουμε το δέος που ενδεχομένως μας προκάλεσαν οι συγκεκριμένες σκηνές. Από την άλλη ας φανταστούμε τις απαρχές του κινηματογράφου, του εμπορικού τουλάχιστον, που όντας βωβός θα στερούταν ρυθμού αν η γλώσσα που «μιλούσε» δεν ήταν μουσική, έχοντας τον πρωταρχικό ρόλο στον τρόπο που αποτυπωνόταν η ιστορία, το μαρτύριο ή ο έρωτας των ηρώων, ενθυμούμενοι εδώ φυσικά κάθε ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν ή το Στρατηγό του Μπάστερ Κίτον.
Ο κινηματογράφος ανακάλυψε γρήγορα πώς πέρα από τη χρησιμότητα που έχει το σκοτάδι για την «απομόνωση» του θεατή, η μουσική επένδυση ήταν το εργαλείο για να αγγίξει η κάθε ιστορία κάποια σημεία της ανθρώπινης αντίληψης τα οποία ενεργοποιούνται αυτόματα μέσα από την επικοινωνία που έχουν τα οπτικά νεύρα με αυτά των ακουστικών, καταλήγοντας έτσι σε μια εν μέρει συγχροναγνωσία(simultagnosia) εννοώντας έτσι το ακουστικό περιβάλλον που για όλους «χωρίζεται από διακριτά και ασύνδετα στοιχεία: Ήχοι από τον δρόμο, ήχοι από το σπίτι ή ήχοι από τα ζώα»(Oliver Sacks) και φυσικά ο ήχος της μουσικής. Με την υπόθεση πώς το παραπάνω ισχύει θα λέγαμε πώς τελικά ο κινηματογράφος, αν δεν ήταν απρόσιτος πολλές φορές για πολλούς, θα μπορούσε να θεωρείται η απόλυτη τέχνη μιας και χρησιμοποιεί το συνδυασμό των δύο πιο σημαντικών αντιληπτικών αισθήσεων, την όραση που στοιχειοθετεί γεωμετρικά και τρισδιάστατα τον κόσμο και την εικόνα του και την ακοή που τον «γεμίζει».
Είναι τελικά όμως η μουσική ο δευτεραγωνιστής στην περίπτωση του κινηματογράφου; Αρχικά και αυτόματα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πώς ναι, και αυτό γιατί το πρωταρχικό μέσον του σινεμά είναι η απόδοση μέσω της εικόνας. Σε δεύτερο επίπεδο όμως, λαμβάνοντας την έξαρση που έχει η μουσική επένδυση μιας ταινίας τα τελευταία χρόνια, με εκατοντάδες soundtracks μερικές φορές να είναι πιο διάσημα από την ίδια την ταινία(Ο τελευταίος των Μοϊκανών, το Πιάνο, Αμελί κ.α.) φτάνουμε στη διαπίστωση πώς δημιουργοί και θεατές χρειάζονται τη νότα για να συλλάβουν πολλές φορές το πολυδιάστατο σύμπαν μιας σκηνής. Η εικόνα μας δείχνει με τι μπορούμε να ταυτιστούμε, η μουσική αντίστοιχα μας οδηγεί στο πώς νιώθουμε, μεγεθύνοντας ενίοτε παραπάνω τη βαρύτητα μιας σκηνής. Τρανό παράδειγμα εδώ είναι η τελευταία σκηνή από το συνταρακτικό Ένας Χωρισμός στο οποίο δεν ακούγεται καθόλου μουσική παρά μόνο στην τελευταία σκηνή του δικαστηρίου και της αγωνίας των γονιών για την επιμέλεια, παρατείνοντας την ήδη θλιβερή παράδοση των ηρώων σε ένα φαύλο κύκλο συναισθηματικής διχοτόμησης.
Υπάρχουν έτσι ταινίες στις οποίες η κινηματογράφηση αποδίδεται μουσικά(9 songs, Pulp Fiction, Wings of Desire, οι ταινίες του Αγγελόπουλου κ.α.) αλλά και μουσικές που αποδίδονται κινηματογραφικά(West side Story, Hair και άλλα γνωστά μιούζικαλ ή Koyaanisqatsi) μη ξεχνώντας φυσικά τη σύγχρονη κυρίαρχη τάση των video clips όπου πολλά λαμβάνουν διαστάσεις ταινιών μικρού μήκους(Slipknot: Snuff, Tool: Schism) ή αποτελούν μικρά έργα τέχνης(Metallica: Until it sleeps, David Bowie: The hearts filthy lessons).
Παράλληλα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες κινηματογραφικά εργαλεία όπως ο διάλογος αποτραβιούνται αφήνοντας τη θέση του στις νότες με τέτοιο τρόπο που ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε μια οπτικοποίηση της μουσικής. Τέτοια παραδείγματα είναι το πεντάλεπτο του Πιανίστα όπου ο πρωταγωνιστής ξεδιπλώνει τη Μπαλάντα Νο1 σε G μινόρε του Σοπέν σε μια ανατριχιαστικά «σιωπηλή» μάχη με τον αξιωματούχο των Ναζί, ο Τιμ Ρόθ που στο Θρύλο του 1900 του Τζουζέπε Τορνατόρε αποδίδει το Playing love του Μορικόνε κάνοντας μια ενδόμυχη ερωτική εξομολόγηση στη γυναίκα που θέλει χωρίς εκείνη να τον βλέπει, ολόκληρο το Soul Kitchen που επανέφερε τοιουτοτρόπως την έννοια της vintage αισθητικής και του DJ-ing ή τέλος στο πρόσφατο και εξαιρετικό Shame όπου ο ήρωας του Φασμπέντερ σπάει καθώς ακούει μια εύθραυστη, σχεδόν a cappella, εκτέλεση του «New York» από την αδερφή του.
Στο βιβλίο του Όλιβερ Σάκς «Μουσικοφιλία»(Εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2011) ο συγγραφέας αναφέρει σε μια υποσημείωση πώς o Ζαν Ζακ Ρουσσώ στο Δοκίμιο περί της καταγωγής των γλωσσών «υποστήριζε πώς στις πρωτόγονες κοινωνίες η ομιλία και το τραγούδι δε διακρίνονται μεταξύ τους» και είναι αυτή η φράση που συμπυκνώνει την σχέση του κινηματογράφου με τη μουσική, κάνοντας και τις δυο αυτές τέχνες να τέμνονται απόλυτα όσο περνάει ο καιρός ή ακόμη και όταν αυτές δεν συνυπάρχουν να προκαλεί η μία την άλλη. Μια σκηνή μπορεί να γεννήσει μια μουσική στον θεατή καλώντας τον να δημιουργήσει ένα φανταστικό soundtrack, μια μουσική μπορεί να κάνει τον ακροατή εικονοπλάστη. Μη ξεχνάμε εξάλλου πώς όλοι προσπαθούμε να σκηνοθετήσουμε στιγμές φροντίζοντας πάντα να συνοδεύονται από κάποια μουσική!
Παρακάτω ακολουθούν κινηματογραφικές-μουσικές προτάσεις που συμπυκνώνουν με τον καλύτερο τρόπο την συσχέτιση και αλληλεπίδραση των δυο μέσων:
Η τελευταία κυκλοφορία της σπουδαίας δισκογραφικής εταιρείας ECM ακολουθεί τα ταξίδια του ιδρυτή της και σημαντικού παραγωγού Manfred Eicher από την Αργεντινή μέχρι την Αθήνα ψάχνοντας και συνομιλώντας μουσικά με σπουδαίους δημιουργούς όπως η Ελένη Καραΐνδρου, ο Jan Garbarek κ.α. μέσα σε μια πανδαισία διακριτικών και ποιοτικών ηχοχρωμάτων. Απαραίτητο!
Κάποιοι λένε ότι πριν τη μουσική υπήρχαν οι Pink Floyd! Εν μέρει αυτό δεν είναι παράλογο αφού πριν ακόμη εδραιωθούν παγκόσμια με το Dark Side of the Moon, οι βρετανοί μαζί με τον οραματιστή σκηνοθέτη Adrian Maben αποδίδουν κινηματογραφικά ως ένα ψυχεδελικό ντοκιμαντέρ με στοιχεία συμπαντολογικά κομμάτια όπως το Εchoes μέσα στο αρχαίο θέατρο της πληγείσας Πομπηίας απουσία κοινού αλλά παρουσίας του χρόνου και της κοσμολογικής του διάστασης! Αν δε το έχετε δει σπεύσατε.
Ως άτυπο και μεταχρονισμένο μέρος της τριλογίας του Wim Wenders On the road, το Ainda μας ταξιδεύει στη Λισαβόνα και στην υπνωτιστική μουσική συνέχεια των Fados που έφεραν οι Madredeus εδώ και χρόνια. Ο σκηνοθέτης τριγυρίζει στα ηλιοφώτιστα στενά της Πορτογαλικής πρωτεύουσας και στα μεσογειακά τοπία ψάχνοντας τη ψυχή της πόλης και της μουσικής της. Ανακαλύψτε το.
Η απόλυτη κινηματογραφική ανατομία όχι μόνο ενός από τα πιο σημαντικά έργα του τελευταίου αιώνα όπως το Bitches Brew και του δημιουργού της, Miles Davis αλλά και μιας εποχής όπου τα στεγανά της μουσικής, της επικοινωνίας και του πολιτισμού έπεφταν προς όφελος μιας ελπιδοφόρας αλλαγής. Ήταν τα 60΄s και ναι, κάπου εκεί μοιάζει ίσως σήμερα να έχει σταματήσει η καλλιτεχνική παρθενογένεση. Αν σας ενδιαφέρει η τζαζ και δυσκολευτείτε να το βρείτε, επιμείνετε!
By Rory
απαικτο
ΑπάντησηΔιαγραφή